- δανεικολογιούμαι
- δανεικολογιούμαι και δανεικολογιέμαι δανείζομαι συχνά, ικανοποιώ τις ανάγκες μου με δανεικά χρήματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.